- ἀγχονιμαῖος
- ἀγχονιμαῖος, Tod durch Erhenken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγχονιμαίος — ἀγχονιμαῑος, αία, αῑον (Μ) [ἀγχόνη] λέγεται συνήθως για τον θάνατο που επέρχεται με τον απαγχονισμό … Dictionary of Greek
αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… … Dictionary of Greek